liberality
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English > Greek (Woodhouse)
substantive
munificence: P. ἀφθονία, ἡ, ἐλευθεριότης, ἡ.
abundance: P. ἀφθονία, ἡ, εὐπορία. ἡ,
highmindedness: P. and V. γενναιότης, ἡ, τὸ γενναῖον P. μεγαλοψυχία, ἡ, μεγαλοφροσύνη, ἡ.
humanity: P. φιλανθρωπία, ἡ.