nuisance
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English > Greek (Woodhouse)
substantive
be a nuisance to, v.: Ar. and P. πράγματα παρέχω, πράγματα παρέχειν (dat.), ἐνοχλεῖν (acc. or dat.).