outdo
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. κρατεῖν, ὑπερβάλλειν, προὔχειν (gen.), ὑπερέχειν (gen.), ὑπερφέρειν (acc. or gen.), ὑπερθεῖν, P. διαφέρω, διαφέρειν (gen.), περιεῖναι (gen.), ὑπεραίρειν (gen.).
go beyond: P. and V. παρέρχεσθαι (acc.).