screen
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. προκάλυμμα, τό, παραφράγματα, τα, P. and V. πρόβλημα, τό.
Met., cloak: P. προκάλυμμα, τό, παραπέτασμα, τό.
pretext, excuse: P. and V. πρόσχημα, τό, πρόβλημα, τό.
defence: P. and V. πρόβλημα, τό; see defence.
verb transitive
put as a screen in front: P. and V. προκαλύπτεσθαι (τί τινος or P. τι πρό τινος).
hide: P. and V. κρύπτειν, ἀποκρύπτειν, Ar. and V. καλύπτειν, V. συγκαλύπτειν (rare P.), ἀμπέχειν, ἀμπίσχειν, συναμπέχειν; see hide.
defend: P. and V. προστατεῖν (gen.), προΐστασθαι (gen.).
protect: P. and V. φυλάσσειν; see protect.
cloak: Met., P. and V. ὑποστέλλεσθαι, P. ἐπηλυγάζεσθαι, V. περιστέλλειν (or mid.); see cloak.
(we saw) the king himself holding his hand over his face to screen his eyes: V. ἄνακτα δ' αὐτὸν ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ' ἀντέχοντα κρατός (Soph., Oedipus Coloneus 1650).