ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
P. λεπτότης, ἡ.
scantiness: P. ὀλιγότης, ἡ, P. and V. σπάνις, ἡ, ἀπορία, ἡ.
deficiency: P. ἔνδεια, ἡ.