taxation
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English > Greek (Woodhouse)
substantive
See tax.
liable to taxation: P. ὑποτελής, φόρου ὑποτελής, ὑποτελὴς φόρου.
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
See tax.
liable to taxation: P. ὑποτελής, φόρου ὑποτελής, ὑποτελὴς φόρου.