αἰθαλίων

Revision as of 05:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ωνος, prob.

   A = αἰθαλόεις 11.2, τέττιγες Theoc.7.138.

Greek (Liddell-Scott)

αἰθαλίων: -ωνος, ἐπίθ. τέττιγος, πιθανῶς = αἰθαλόεις, ΙΙ, 2. Θεόκρ. 7. 138.

French (Bailly abrégé)

ωνος;
adj. m.
brûlé ou noirci par le soleil.
Étymologie: αἴθαλος.

Greek Monotonic

αἰθαλίων: -ωνος (αἴθαλος), επίθ. του τέττιγος, σκοτεινός, σκούρος, αυτός που φέρει το χρώμα του καπνού, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

αἰθᾰλίων: ωνος (θᾰ) adj. m предполож. темнокоричневый (τέττιγες Theocr.).

Middle Liddell

αἴθαλος
epith. of the τέττιξ, swarthy, dusky, Theocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰθαλίων -ωνος αἰθάλη zwart als roet.