βραχυκέφαλος

From LSJ
Revision as of 14:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠκέφᾰλος Medium diacritics: βραχυκέφαλος Low diacritics: βραχυκέφαλος Capitals: ΒΡΑΧΥΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: brachyképhalos Transliteration B: brachykephalos Transliteration C: vrachykefalos Beta Code: braxuke/falos

English (LSJ)

ὁ, a

   A fish, Xenocr.19.

German (Pape)

[Seite 462] Kurzkopf, ein Fisch, Xenocr.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠκέφαλος: ὁ, ὁ ἔχων βραχεῖαν κεφαλήν, εἴδος ἰχθύος, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. (Φαβρικ. 9. 457).

Spanish (DGE)

-ον
de cabeza corta Σκορπίου οἱ ἔχοντες ζῴδιόν εἰσι βραχυκέφαλοι Cat.Cod.Astr.11(2).137.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α βραχυκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που παρουσιάζει βραχυκεφαλία
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. είδος ψαριού με μικρό κεφάλι.