γεραιότης
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A advanced age, PMasp.279.26 (vi A. D.), etc.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
edad avanzada, vejez εἰς ἀνατροφὴν τῆς ἐμῆς γεραιότητος PMasp.279.26 (VI d.C.), τὴν ἐμὴν γεραιότητην (sic) καὶ ἀδυναστίαν PMasp.333.18 (VI d.C.).