γιγγλυμόομαι

From LSJ
Revision as of 06:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γιγγλῠμόομαι Medium diacritics: γιγγλυμόομαι Low diacritics: γιγγλυμόομαι Capitals: ΓΙΓΓΛΥΜΟΟΜΑΙ
Transliteration A: ginglymóomai Transliteration B: ginglymoomai Transliteration C: gigglymoomai Beta Code: gigglumo/omai

English (LSJ)

   A to be hinge-jointed, γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σφόνδυλοι Hp.Art.45.

Greek (Liddell-Scott)

γιγγλῠμόομαι: συναρμόζομαι, διαρθροῦμαι, ὡς ὁ γίγγλυμος μὲ γιγγλυμοειδῆ ἄρθρωσιν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810.

Spanish (DGE)

medic. encajarse como un gozne γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι Hp.Art.45, cf. Gal.18(1).532.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γιγγλυμόομαι γίγγλυμος gescharnierd zijn :. γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι de wervels zitten als scharnieren tegen elkaar Hp. Art. 45.