γραολογία

Revision as of 12:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ἡ,

   A old wife's talk, gossip, γραμματικὴ γ. S.E.M.1.141: pl., Porph. Chr.34.

German (Pape)

[Seite 505] ἡ, Altweibergeschwätz, Sext. Emp. adv. gramm. 141.

Greek (Liddell-Scott)

γρᾱολογία: ἡ, λόγος, ὀμιλία γραίας, φλυαρία, Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 141.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
comadrería γραμματικῆς γραολογίας πλῆρες S.E.M.1.141, plu. Porph.Chr.34.

Greek Monolingual

η (AM γραολογία)
γεροντική φλυαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γραυς (γραός) + -λογία.

Russian (Dvoretsky)

γρᾱολογία: ἡ старушечья болтовня Sext.