γυμνόκαρπος
English (LSJ)
ον,
A huskless, of fruits, Thphr.CP1.17.8.
German (Pape)
[Seite 509] mit bloßer Frucht, ohne Hülfe, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνόκαρπος: -ον, ὁ ἔχων τὸν καρπὸ γυμνόν, τ.ἔ. ἄνευ κελύφους ἢ ξυλώδους φλοιοῦ, Θόφρ. Αἰτ. Φ.1.17,8· πρβλ. γυμνοσπέρματος.
Spanish (DGE)
-ον
bot. que no tiene cáscara, gimnocarpo de frutos, Thphr.CP 1.17.8.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM γυμνόκαρπος, -ον)
αυτός που έχει γυμνούς καρπούς, δηλ. χωρίς κέλυφος ή φλούδα.