δειλοποιός
From LSJ
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
English (LSJ)
όν,
A making cowardly, Sch.S.Tr.1028.
German (Pape)
[Seite 537] feig, verzagt machend, Schol. Soph. Tr. 1028.
Greek (Liddell-Scott)
δειλοποιός: -όν, ὁ κάμνων τινὰ δειλὸν, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 1030.
Spanish (DGE)
-όν
propenso a acciones cobardes Sch.S.Tr.1028P., Cat.Cod.Astr.8(1).167.3.
Greek Monolingual
δειλοποιός, -όν (Α)
αυτός που κάνει κάποιον δειλό, που εμπνέει φόβο σε κάποιον.