διάζησις
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
εως, ἡ,
A way of living, Hierocl.p.15A., Porph. ap. Stob. 2.8.40.
Greek (Liddell-Scott)
διάζησις: -εως, ἡ, τρόπος ἢ μέσα, δι’ ὧν τις ζῇ, Πορφύρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 378.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medios de vida, recursos Hierocl.2.56, Porph. en Stob.2.8.40.