διαγιγγράζω
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
lit.
A tune up: metaph. of a cook, Athenio 1.31 (cj. Dobr.).
Greek (Liddell-Scott)
διαγιγγράζω: χορδίζω, ἐντείνω, Ἀθηνίων Σαμοθρ. 1. 31, ἐκ διορθώσεως τοῦ Dobr., κωμικῶς εἰρημένον περὶ μαγείρου ἐντέχνως κατασκευάζοντος ζωμόν.
Spanish (DGE)
dar el tono, afinar fig. de un cocinero διεγίγγρασ' ὑποκρούσας γλυκεῖ dio el tono adecuado con un toque de mosto a un guiso, Athenio 1.31.
Greek Monolingual
διαγιγγράζω (Α)
χορδίζω μουσικό όργανο
2. μτφ. (για μάγειρο) παρασκευάζω με τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + γιγγράς «μικρός αυλός»].