διαχώρησις

Revision as of 14:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A excretion, Hp.Aph.2.18, Arist.PA675a22, Phld.D.3.14 (pl.), Porph.Abst.1.45; δ. αἵματος Hp.Aph.5.64.

German (Pape)

[Seite 614] ἡ, dasselbe, Hippocr.; unterschieden von διάῤῥοια, Arist. part. an. 3, 14.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Morfología: [jón. plu. nom. διαχωρήσιες Hp.Aph.2.18]
1 abstr. evacuación, deposición de excrementos, Hp.l.c., Aër.7, Arist.PA 675a22, Phylotim.9, Phld.D.3.14.37, Gal.2.584, Porph.Abst.1.45, μελάνων διαχωρήσιες Hp.Coac.325, αἵματος δ. hemorragia Hp.Aph.5.64, Prorrh.1.129, ref. a cualquier evacuación corporal, dif. de ὑποχώρησις Gal.17(2).489.
2 concr. heces, deposición δ. λεπτὴ πολλὴ ἄχολος Hp.Epid.4.15, αἱματώδης Hp.Coac.590, λευκή Gal.16.541, cf. Hp.Acut.(Sp.) 23, Phylotim.9, Gal.1.370.

Greek Monolingual

διαχώρησις, η (AM)
κένωση, αποπάτηση
μσν.
χωρητικότητα («ἡ κοιλότης καὶ διαχώρησις τοῦδέ τινος σκεύους», Θωμάς ο Μάγιστρος).

Russian (Dvoretsky)

διαχώρησις: εως ἡ физиол. выделение, извержение Arst.