χωρητικότητα

From LSJ

Greek Monolingual

η, Ν
1. τεχνολ. η ικανότητα ενός σκεύους, μιας συσκευής, ενός οχήματος, ενός τεχνικού έργου ή τεχνικού και φυσικού συστήματος να αποδεχθεί ορισμένη ποσότητα του φυσικού μεγέθους που προσδιορίζει τη χρησιμότητά του (α. «χωρητικότητα δοχείου» — ο όγκος ενός ρευστού ή κοκκώδους υλικού που μπορεί να περιέχεται σε ένα δοχείο
β. «χωρητικότητα μεταφορικού μέσου» — ο αριθμός τών επιβατών ή ο όγκος είτε το βάρος τών φορτίων που μπορεί να μεταφέρει ένα μεταφορικό μέσο
γ. «χωρητικότητα ενός διαύλου τηλεπικοινωνιών» — ο μέγιστος αριθμός στοιχειωδών πληροφοριών που μπορούν να μεταδοθούν ανά δευτερόλεπτο από έναν δίαυλο)
2. φυσ. μέγεθος αναφερόμενο σε έναν αγωγό ή σε ένα σύστημα αγωγών, που ορίζεται ως ο λόγος του ηλεκτρικού φορτίου το οποίο μπορεί να αποθηκευθεί σε αυτόν ή στον καθέναν από αυτούς ανά μονάδα επιβαλλόμενου ηλεκτρικού δυναμικού
3. ναυτ. ο κυβισμός τών όγκων όλων τών κλειστών χώρων του πλοίου, ο οποίος υπολογίζεται σε κόρους
4. φρ. α) «χωρητικότητα πυκνωτή»
(ηλεκτρολ.) ο λόγος του ηλεκτρικού φορτίου ενός πυκνωτή προς τη διαφορά δυναμικού μεταξύ τών οπλισμών του
β) «ζωτική χωρητικότητα»
φυσιολ. ο μέγιστος όγκος εισπνεόμενου αέρα ύστερα από τη βαθύτερη δυνατή εκπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωρητικός. Η λ., στον λόγιο τ. χωρητικότης, μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].