διατιμητικός

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

   A gloss on δοκιμαστικός, Suid.

German (Pape)

[Seite 607] ή, όν, abschätzend, = δοκιμαστικός, Suid.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que fija una pena, penal νόμος Hippol.Haer.5.20.3.
2 que prueba, probatorio Sud.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ διατιμητικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στη διατίμηση
2. ο χρήσιμος για ένδειξη ή υπολογισμό τιμής πράγματος
μσν.
δοκιμαστικός.