διατίμηση
From LSJ
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
Greek Monolingual
η (AM διατίμησις) διατιμώ
νεοελλ.
ο καθορισμός από την αρμόδια κρατική υπηρεσία του ανώτατου ορίου της τιμής τών εμπορευμάτων για τον πωλητή
2. ο καθορισμός αμοιβής για παρεχόμενη εργασία
3. πίνακας όπου αναγράφονται από την αρμόδια κρατική αρχή οι καθορισμένες τιμές πωλήσεως ειδών πρώτης ανάγκης
αρχ.-μσν.
εκτίμηση, καθορισμός της χρηματικής αξίας
αρχ.
ο καθορισμός τών φόρων.