διατιμητικός

From LSJ

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατῑμητικός Medium diacritics: διατιμητικός Low diacritics: διατιμητικός Capitals: ΔΙΑΤΙΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diatimētikós Transliteration B: diatimētikos Transliteration C: diatimitikos Beta Code: diatimhtiko/s

English (LSJ)

gloss on δοκιμαστικός, Suid.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que fija una pena, penal νόμος Hippol.Haer.5.20.3.
2 que prueba, probatorio Sud.

German (Pape)

[Seite 607] ή, όν, abschätzend, = δοκιμαστικός, Suid.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ διατιμητικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στη διατίμηση
2. ο χρήσιμος για ένδειξη ή υπολογισμό τιμής πράγματος
μσν.
δοκιμαστικός.