δονακοφοίτης
From LSJ
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
English (LSJ)
A v. δουν-.
German (Pape)
[Seite 656] poet. δουνακοφοίτης, heißt der Vogelsteller, der mit dem Rohr einhergeht, Bianor. (X, 22), nach Emend. von Huschke, wo der God. Vat. δουνακοδήφατον lies't u. Jacobs δουνακοδίφης vermuthet.
Greek (Liddell-Scott)
δονακοφοίτης: -ου, ὁ, ὁ φοιτῶν εἰς τοὺς δόνακας, εἰς τὸν καλαμῶνα, Ἀνθ. Π. 10. 22, ἐν τῷ τύπῳ δουνακοφ-.