δυσεκπόνητος
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
ον, τιμωρίας καὶ πόνους δυς[εκπο] νήτους
A hard to endure, Phld.Herc.1251.12 (dub. rest.).
Spanish (DGE)
-ον difícil de soportar πόνοι Phld.Elect.12.8.