εὐφόρβιον
From LSJ
Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund
English (LSJ)
τό,
A spurge, Euphorbia resinifera, Dsc.3.82, Gal.13.270; freq. also, its resinous juice, S.E.P.1.93, Edict.Diocl.32.70.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφόρβιον: τό, «δένδρον ἐστὶ ναρθηκοειδὲς Λιβυκόν..., ὀποῦ μεστὸν δριμυτάτου» Διοσκ. 3. 96, Λατ. Euphorbium· ὡσαύτως καὶ ὁ ῥητινώδης ὀπὸς τοῦ φυτοῦ, αὐτόθι.