θαμυρός
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
ά, όν,
A frequented, ὁδός Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰμῠρός: -ά, -όν, συχναζόμενος, ὁδός, ἡ λεωφόρος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
θαμυρός, -ά, -όν (Α)
πολυσύχναστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Θάμυρις.