μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
-η, -ο, Ν
1. (για χώρο, δρόμο, τόπο) αυτός όπου συγκεντρώνονται ή περνούν πολλοί
2. κεντρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + συχνάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Ιω. Καρασούτσα].