κέντησις
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
εως, ἡ,
A pricking, Arist.Spir.484a34. II mosaic, IG Rom.4.1417 (Smyrna).
German (Pape)
[Seite 1418] ἡ, das Stechen.
Greek (Liddell-Scott)
κέντησις: -εως, ἡ, τὸ κεντεῖν Ἀριστ. π. Πνεύμ. 6. 5.
Russian (Dvoretsky)
κέντησις: εως ἡ нанесение уколов, прокалывание Arst.