καταδαπάνη
From LSJ
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
English (LSJ)
ἡ,
A absorption, drying up, τῆς ὑγρᾶς τροφῆς Alex.Aphr.Pr.2.75.
German (Pape)
[Seite 1345] ἡ, Aufwand, Verwendung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταδᾰπάνη: ἡ, μεγάλη δαπάνη, σπατάλη, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 75.
Greek Monolingual
καταδαπάνη, ἡ (Α)
μεγάλη δαπάνη, σπατάλη.