κατανθρωπισμός
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
ὁ,
A hospitality, entertainment, τινος POxy.736.11, al. (i A.D.).
Greek Monolingual
κατανθρωπισμός, ὁ (Α) κατανθρωπίζω
φιλοξενία, προσήνεια.