κοιλασία
English (LSJ)
ἡ, in pl.,
A indentations in beams, Hero Bel.104.2.
German (Pape)
[Seite 1466] ἡ, die Höhlung, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλασία: ἡ, κοίλωμα, κοιλότης, Ἥρων Βελοπ. 137. 13, Ἡσύχ.
ἡ, in pl.,
A indentations in beams, Hero Bel.104.2.
[Seite 1466] ἡ, die Höhlung, Hesych.
κοιλασία: ἡ, κοίλωμα, κοιλότης, Ἥρων Βελοπ. 137. 13, Ἡσύχ.