ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
Full diacritics: κολλουρίς | Medium diacritics: κολλουρίς | Low diacritics: κολλουρίς | Capitals: ΚΟΛΛΟΥΡΙΣ |
Transliteration A: kollourís | Transliteration B: kollouris | Transliteration C: kollouris | Beta Code: kollouri/s |
ίδος, ἡ,
A marsh-mallow, Gloss.
κολλουρίς, -ίδος, ἡ (Α) κόλλουρος
είδος φυτού που φύεται σε ελώδεις τόπους.