κονίποδες

From LSJ
Revision as of 20:35, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονίποδες Medium diacritics: κονίποδες Low diacritics: κονίποδες Capitals: ΚΟΝΙΠΟΔΕΣ
Transliteration A: konípodes Transliteration B: konipodes Transliteration C: konipodes Beta Code: koni/podes

English (LSJ)

[ῑ], οἱ,

   A dusty-foots, name for the serfs at Epidaurus, Plu. 2.291e; also κονιορτόποδες Hsch.s.v. κονίποδες.    II kind of shoe covering a small part of the foot, Ar.Ec.848, Poll.7.86: in EM529.2, and Suid., κονιόπους.

Greek (Liddell-Scott)

κονίποδες: ῑ, οἱ, ἔχοντες τοὺς πόδας πλήρεις κόνεως, ἐπίθ. τῶν δούλων ἐν Ἐπιδαύρῳ, Πλούτ. 2. 291Ε· καλούμενοι ὑπὸ τοῦ Ἡσύχ. κονιορτόποδες, πρβλ. Thirlw. Ἱστορ. τῆς Ἑλλάδος 1. σελ. 417· εἶδος σανδαλίου καλύπτοντος μόνον μικρὸν μέρος τοῦ ποδός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 848, Κλήμ. Ἀλ. 241, Πολυδ. Ζ΄, 86, Σουΐδ.· ― ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 529. 3 καὶ Σουΐδ., κονιόπους.