κλαδοειδής
From LSJ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
Full diacritics: κλαδοειδής | Medium diacritics: κλαδοειδής | Low diacritics: κλαδοειδής | Capitals: ΚΛΑΔΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: kladoeidḗs | Transliteration B: kladoeidēs | Transliteration C: kladoeidis | Beta Code: kladoeidh/s |
A ramosus, Gloss.
κλαδοειδής, -ες (Α)
αυτός που έχει πολλά κλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + -ειδής (< είδος)].