κραββατοποιός
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
ὁ,
A couch-maker, Gloss.
Greek Monolingual
κραββατοποιός, ὁ (Α)
κατασκευαστής κλινών και ανακλίντρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράββατος + -ποιός (< ποιῶ)].