κορυνομάχος

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

   A gloss on κορυνήτης, Hsch.

Greek Monolingual

κορυνομάχος, ὁ (Α)
αυτός που μάχεται με κορύνη, με ρόπαλο, ροπαλοφόρος πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + -μάχος (< μάχη), πρβλ. μονο-μάχος, ξιφο-μάχος].