κραταιόχειρ
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ,
A mighty of hand, Ath.Mitt.24.257 (Thrace).
Greek (Liddell-Scott)
κραταιόχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κραταιὰν χεῖρα, κυρίως καὶ μεταφ., Κ. Μανασσ. Χρον. 27, 77.
Greek Monolingual
κραταιόχειρ, -ειρος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει δυνατά χέρια, κραταιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραταιός + χείρ, χειρός (ἡ), πρβλ. αριστερό-χειρ, μονό-χειρ].