κυαθώδης
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
English (LSJ)
ες,
A like a cup, Eratosth. ap. Ath.11.482a; κλεῖδες Philostr.Gym.29.
German (Pape)
[Seite 1521] ες, becherartig, ἀγγεῖον, Ath. XI, 482 a.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰθώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος κυάθῳ, Ἀθήν. 482Α.
Greek Monolingual
κυαθώδης, -ῶδες (Α)
όμοιος με κύαθο, με σχήμα κυάθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύαθος + κατάλ. -ώδης].