λαχανεύς
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
έως, ὁ,
A = λαχανοπώλης, Id.Proll.ad Hes.p.5 G.
German (Pape)
[Seite 19] ὁ, der Gemüsegärtner, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λαχανεύς: ὁ, ὁ καλλιεργῶν λάχανα, κηπουρὸς λαχανοκήπου, Πρόκλ. Προλεγ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. σ. 5, ἔκδ. Gaisf.
Greek Monolingual
λαχανεύς, -έως, ὁ (Α) λάχανον
λαχανοπώλης.