ληκυθιστής
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who declaims in a hollow voice, S.Fr.1063.
German (Pape)
[Seite 39] ὁ, der mit starker, hohler Stimme Redende, Singende, κοιλόφωνος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ληκῠθιστής: -οῦ, ὁ, μεγαλοφώνως ὁμιλῶν, κομπορρήμων, ἀλαζών, Σοφ. Ἀποσπ. 905.
Greek Monolingual
ληκυθιστής, ὁ (Α) ληκυθίζω
αυτός που κομπορρημονεί, αλαζόνας.