λιπαρητέον
From LSJ
ὑπόνοια δεινόν ἐστιν ἀνθρώποις κακόν → suspicion is a terrible evil for people
English (LSJ)
A one must be importunate, X.Ap.23.
Greek (Liddell-Scott)
λῑπαρητέον: πρέπει τις νὰ ἱκετεύσῃ ἐπιμόνως, Ξεν. Ἀπολ. 23.
Greek Monotonic
λῑπαρητέον: ρημ. επίθ. του λιπαρέω, πρέπει να ικετεύσουμε επίμονα, να γίνουμε ενοχλητικοί, σε Ξεν.