μεσονεφής
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
ές,
A with clouds in the midst, Cat.Cod.Astr.8(1).138.
Greek Monolingual
μεσονεφής, -ές (Α)
αστρολ. αυτός που στο μέσο έχει σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- -νεφής (< νέφος), πρβλ. ευρυ-νεφής, κελαι-νεφής].