μνημάφιον
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
τό,
A = μνημάτιον, IG14.2090.4 (iii A. D.), cf. Rev. Et.Gr.19.278 (Aphrodisias, in form -φιν), MAMA1.133 (Laodicea Combusta, -ειον).
Greek (Liddell-Scott)
μνημάφιον: τό, = μνημάτιον, Συλλ. Ἐπιγρ. 6707. 4.
Greek Monolingual
μνημάφιον, τὸ (Α)
μνημάτιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνῆμα + υποκορ. κατάλ. -άφιον (πρβλ. θηρ-άφιον)].