ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Full diacritics: νανναριστής | Medium diacritics: νανναριστής | Low diacritics: νανναριστής | Capitals: ΝΑΝΝΑΡΙΣΤΗΣ |
Transliteration A: nannaristḗs | Transliteration B: nannaristēs | Transliteration C: nannaristis | Beta Code: nannaristh/s |
οῦ, ὁ,
A prodigal, Phot. (ναναρ- cod.).
νανναριστής: ὁ, «κίναιδος» Ἡσύχ.
νανναριστής, ὁ (Α)
(κατά τον Φώτ.) «νανναρισταί, γένος τι άσωτον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναννάριον, πιθ. μέσω αμάρτυρου νανναρίζω].