νεοκατασκεύαστος

From LSJ
Revision as of 22:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοκατασκεύαστος Medium diacritics: νεοκατασκεύαστος Low diacritics: νεοκατασκεύαστος Capitals: ΝΕΟΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: neokataskeúastos Transliteration B: neokataskeuastos Transliteration C: neokataskeyastos Beta Code: neokataskeu/astos

English (LSJ)

ον,

   A newly made, Sch.Ar. V.646, Sch.A.R.1.775, Sch.S.Tr.1277.

Greek (Liddell-Scott)

νεοκατασκεύαστος: -ον, ὁ νεωστὶ κατασκευασθείς, τὰ νεοκατασκεύαστα (τῶν ἱματίων) Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 60, 34· «νεοκατασκεύαστον μύλην» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 646, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεοκατασκεύαστος, -ον)
αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα
αρχ.
αυτός που διορίστηκε πρόσφατα.