ναύφαρκτος
From LSJ
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
English (LSJ)
A v. ναύφρακτος.
Greek (Liddell-Scott)
ναύφαρκτος: ἴδε ναύφρακτος.
Greek Monolingual
ναύφαρκτος, -ον (Α)
βλ. ναύφρακτος.
Greek Monotonic
ναύφαρκτος: βλ. ναύφρακτος.
Russian (Dvoretsky)
ναύφαρκτος: v. l. = ναύφρακτος.