νηριτοτρόφος

From LSJ
Revision as of 09:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηρῑτοτρόφος Medium diacritics: νηριτοτρόφος Low diacritics: νηριτοτρόφος Capitals: ΝΗΡΙΤΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: nēritotróphos Transliteration B: nēritotrophos Transliteration C: niritotrofos Beta Code: nhritotro/fos

English (LSJ)

ον, (νηρίτης)

   A breeding sea-snails, νῆσοι A.Fr.285.

Greek (Liddell-Scott)

νηρῑτοτρόφος: -ον, (νηρίτης) ὁ τρέφων κόγχας, κογχύλια, νῆσοι Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 438.

Greek Monolingual

νηριτοτρόφος, -ον (Α)
(για νησιά) αυτός που παράγει κοχύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηρίτης «κοχύλι» + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μελισσο-τρόφος].

Russian (Dvoretsky)

νηρῑτοτρόφος: вскармливающий ракушки, т. е. богатый раковинами (νῆσοι Aesch.).