Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
Full diacritics: νόσωσις | Medium diacritics: νόσωσις | Low diacritics: νόσωσις | Capitals: ΝΟΣΩΣΙΣ |
Transliteration A: nósōsis | Transliteration B: nosōsis | Transliteration C: nososis | Beta Code: no/swsis |
εως, ἡ,
A v. νόσανσις.
νόσωσις: -εως, ἡ, ἴδε ἐν λ. νόσανσις.
νόσωσις, ἡ (Α)
νόσανσις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ωσις μέσω νοσῶ, -όω (πρβλ. κάκ-ωσις)].
νόσωσις: εως ἡ Arst. v. l. = νόσανσις.