ές,
A shining by night, Cat.Cod.Astr.1.173.
νυκταυγής, -ές (Α)αυτός που φέγγει κατά τη νύκτα, λαμπερός κατά τη νύχτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. χρυσ-αυγής].