νυκταυγής

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκταυγής Medium diacritics: νυκταυγής Low diacritics: νυκταυγής Capitals: ΝΥΚΤΑΥΓΗΣ
Transliteration A: nyktaugḗs Transliteration B: nyktaugēs Transliteration C: nyktavgis Beta Code: nuktaugh/s

English (LSJ)

νυκταυγές, shining by night, Cat.Cod.Astr.1.173.

Greek Monolingual

νυκταυγής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει κατά τη νύκτα, λαμπερός κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. χρυσαυγής].