νυκτοδρόμος

From LSJ
Revision as of 17:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτοδρόμος Medium diacritics: νυκτοδρόμος Low diacritics: νυκτοδρόμος Capitals: ΝΥΚΤΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: nyktodrómos Transliteration B: nyktodromos Transliteration C: nyktodromos Beta Code: nuktodro/mos

English (LSJ)

ον, =

   A noctivago, Gloss.

Greek Monolingual

νυκτοδρόμος και νυκτιδρόμος, -ον (Α)
αυτός που τρέχει, που περιπλανάται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + δρόμος. Ο τ. νυκτιδρόμος < νυκτι- του νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].