οὐρανίζω
From LSJ
English (LSJ)
or οὐρᾰν-ίζομαι,
A reach to heaven, A.Fr.436.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾰνίζω: ἢ -ίζομαι, φθάνω μέχρις οὐρανοῦ, «οὐρανιζέτω: πρὸς τὸν οὐρανὸν διικνείσθω, Αἰσχύλος» Φώτ. - οὐρανίζω, ῥίπτω σφαῖραν ὑψηλὰ πρὸς τὸν οὐρανόν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. οὐρανίαν.
Greek Monolingual
οὐρανίζω ή οὐρανίζομαι (Α) ουρανός
φθάνω μέχρι τον ουρανό.
Russian (Dvoretsky)
οὐρανίζω: или οὐρᾰνίζομαι достигать неба Aesch.